προσευχητήριο

προσευχητήριο
το, Ν
προσευκτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσεύχομαι + επίθημα -τήριο(ν) (πρβλ. εντευκ-τήριον). Η λ., στον λόγιο τ. προσευχητήριον, μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσευχητήριο — το τόπος προορισμένος για προσευχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσευκτήριος — α, ο / προσευκτήριος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το προσευκτήριο(ν) τόπος προσευχής, προσευχητήριο μσν. αρχ. κατάλληλος για προσευχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσεύχομαι + επίθημα τήριος, τήριον (πρβλ. εντευκ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • σιντοϊσμός — Εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας πολυθεϊστικού τύπου: η λατρεία αποδίνεται όχι μόνο στις καθαυτό θεότητες μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Αματερασού, η θεά του Ήλιου που κατέχει την πρώτη θέση στο πάνθεον αλλά και στους προγόνους και στα πνεύματα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”